- εὐάερον
- εὐάεροςwith freshmasc/fem acc sgεὐάεροςwith freshneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευάερος — η, ο (ΑΜ εὐάερος, ον) (για σπίτι ή τόπο) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αερος (< αήρ, ος), (πρβλ. δυσ άερος, εν άερος)] … Dictionary of Greek